- ιρίτιδα
- η (Α ἰρῑτις, -ιδος) [ίρις]νεοελλ.φλεγμονή τής ίριδας τού οφθαλμού, αλλ. ιριδίτιδααρχ.είδος πολύτιμου λίθου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… … Dictionary of Greek